- ιμονιοστροφος
- ἱμονιοστρόφοςἱμονιο-στρόφος(ῐμ) ὅ навивающий колодезную веревку, т.е. колодезный рабочий Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ιμονιοστρόφος — ἱμονιοστρόφος, ὁ (Α) αυτός που περιστρέφει την ιμονιά, αυτός που αντλεί νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμονιά + στρόφος (< στρόφος, ο < στρέφω), πρβλ. ηνιο στρόφος] … Dictionary of Greek
ἱμονιοστρόφος — water drawer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμονιοστρόφοι — ἱμονιοστρόφος water drawer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμονιοστρόφου — ἱμονιοστρόφος water drawer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιμονιοστροφούμαι — ἱμονιοστροφοῡμαι, έομαι (Μ) [ιμονιοστρόφος] στρέφομαι σαν ιμονιά* … Dictionary of Greek